αφλόγιστος

αφλόγιστος
η , ο [ος , ον ]
1) невоспламенившийся; невоспламеняющийся; 2) невоспалившийся, невоспалённый;

αφλόγιστο τραύμα — невоспалённая рана;

3) без повышенной температуры, с нормальной температурой (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αφλόγιστος" в других словарях:

  • ἀφλόγιστος — not in flammable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφλόγιστος — η, ο (Α ἀφλόγιστος, ον) νεοελλ. (για το δέρμα) αυτός που δεν έχει φλόγωση αρχ. ο μη εύφλεκτος …   Dictionary of Greek

  • αφλόγιστος — η, ο αυτός που δεν είναι φλογισμένος, ερεθισμένος: Η πληγή του σήμερα ήταν αφλόγιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφλόγιστον — ἀφλόγιστος not in flammable masc/fem acc sg ἀφλόγιστος not in flammable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφλόγιστα — ἀφλόγιστος not in flammable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφλογιστία — η το να μην αναφλεγεί καψούλι ή γόμωση όπλου παρά την πυροδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφλόγιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»